Διαβάστε το σε 7 λεπτά

Διάλογοι με στελέχη του τουρισμού: Άρης Ίκκος

Κάθε εβδομάδα συνομιλούμε με ένα στέλεχος του τουρισμού και αναλύουμε γνωστές και άγνωστες πτυχές του κλάδου.

Δρ. Άρης Ίκκος, Επιστημονική Διεύθυνση ΙΝΣΕΤΕ

Στη συνέντευξη της εβδομάδας συνομιλήσαμε με τον κύριο Άρη Ίκκο, Επιστημονικό Διευθυντή του Ινστιτούτου του ΣΕΤΕ (ΙΝΣΕΤΕ), για το ερευνητικό έργο του ΙΝΣΕΤΕ και τη σημασία των στατιστικών στοιχείων για τη διαμόρφωση επιχειρηματικών στρατηγικών στον τουριστικό κλάδο.

Ο Δρ. Ίκκος είναι Επιστημονικός Διευθυντής του Ινστιτούτου ΣΕΤΕ. Στο ΙΝΣΕΤΕ είναι υπεύθυνος για το μελετητικό έργο του Ινστιτούτου και αναπτύσσει μια μονάδα επιχειρηματικής πληροφόρησης (business intelligence unit) για τον ελληνικό τουρισμό. Δραστηριοποιείται στο χώρο του τουρισμού στην Ελλάδα και την Κύπρο από τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Η εμπειρία του περιλαμβάνει κάθε μορφής τουριστική επένδυση: ξενοδοχεία, resorts, μαρίνες, συνεδριακά κέντρα, καζίνο, spas, θεματικά πάρκα κτλ. καθώς επίσης και projects Περιφερειακού και Εθνικού Τουριστικού Σχεδιασμού

  • Κύριε Ίκκο ποιοι είναι οι βασικοί στόχοι του ΙΝΣΕΤΕ;

Δύο είναι οι βασικοί στόχοι του ΙΝΣΕΤΕ. Ο πρώτος είναι να συμβάλει στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού τουριστικού προϊόντος και ο δεύτερος, ο οποίος είναι συναφής αλλά ανεξάρτητος, είναι να συνδράμει με τεχνογνωσία στην κατεύθυνση της βελτίωσης του ανθρώπινου δυναμικού σε επίπεδο εργασιακών συνθηκών και παραγωγικότητας. Το δικό μου αντικείμενο, ως επιστημονικού διευθυντή του ΙΝΣΕΤΕ, είναι η συλλογή, ταξινόμηση και επεξεργασία των στοιχείων, η διαμόρφωση και εκπόνηση ερευνητικών προγραμμάτων και η διαμόρφωση προτάσεων πολιτικής σε σχέση με τον ελληνικό τουρισμό στα πλαίσια πάντα της επίτευξης των στόχων που προανέφερα.

  • Ποια είναι η μεγάλη εικόνα του ερευνητικού έργου του ΙΝΣΕΤΕ;

Το ερευνητικό έργο του ΙΝΣΤΕΤΕ δομείται σε τρεις πυλώνες. Ο πρώτος αφορά στις γενικές πληροφορίες για τα βασικά μεγέθη του ελληνικού τουρισμού καθώς και μελέτες ευρύτερου ενδιαφέροντος που είναι διαθέσιμες στο ευρύ κοινό μέσα από το site μας. Ο δεύτερος αφορά σε πιο εξειδικευμένες μελέτες που εκπονούμε και που αποστέλλονται στα μέλη μας και ο τρίτος στην υποστήριξη της Διοίκησης του ΣΕΤΕ για την διαμόρφωση προτάσεων πολιτικής για τον τουρισμό. Οι έρευνες του ΙΝΣΕΤΕ είτε πραγματοποιούνται εσωτερικά είτε ανατίθενται σε τρίτους. Στο ΙΝΣΕΤΕ πιστεύουμε στη σημασία των στοιχείων και όλες μας οι μελέτες βασίζονται στη συλλογή και ανάλυση στοιχείων και όχι τις διαισθητικές και αποσπασματικές εκτιμήσεις. Γενικά, οι μελέτες μας είναι μακροσκοπικές και αφορούν τα μεγάλα προβλήματα του ελληνικού τουρισμού. Αξιοποιούμε διάφορες πηγές στοιχείων, οι οποίες είτε είναι δημόσια διαθέσιμες, είτε είναι προσβάσιμες σε εμάς κατόπιν αιτήματος στον αντίστοιχο φορέα είτε κατόπιν αγοράς από ιδιωτικές εταιρίες. Σήμερα, έχουμε πρόσβαση σε περισσότερες από 30 πηγές στατιστικών δεδομένων, από την Τράπεζα της Ελλάδος μέχρι την Εθνική Αρχή Συντονισμού Πτήσεων.

Κατά τη διάρκεια ενός έτους φτάνουμε τον αριθμό των 45 εκδόσεων σε τακτικές ενημερωτικές εκδόσεις και στατιστικά δελτία. Επιπλέον έχουμε και διάφορες ad hoc έρευνες. Μεγάλο μέρος αυτής της δουλειάς μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους επαγγελματίες του τουρισμού ως reference document, με την έννοια ότι μπορεί κανείς να ανατρέχει στα δεδομένα που έχει στη διάθεσή του για να διαμορφώσει, λόγου χάρη, τη βραχυπρόθεσμη πολιτική πωλήσεων ή τιμολογιακή πολιτική της επιχείρησής του.

  • Θα λέγατε ότι οι επιχειρηματίες του τουρισμού είναι εξοικειωμένοι με τη χρήση των data που προσφέρει το ΙΝΣΕΤΕ;

Η έρευνα αξιολόγησης που κάναμε πέρυσι στα μέλη του ΣΕΤΕ για τις εκδόσεις και τα στοιχεία που τους στείλαμε, μας έδωσε πολύ θετικά μηνύματα και ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο: τα περισσότερα μέλη μας είχαν πολύ πιο θετική άποψη για τα στατιστικά στοιχεία και τις μελέτες του ΙΝΣΕΤΕ σε σχέση με τις ποιοτικές έρευνες τρίτων που λάμβαναν από εμάς στα πλαίσια ενημέρωσής τους για τις τάσεις της αγοράς. Το ίδιο έχω καταλάβει και από την επικοινωνία μου με επιχειρηματίες στις διάφορες εκδηλώσεις και ημερίδες του ΣΕΤΕ ανά την Ελλάδα. Πολύ συχνά, έρχονται άνθρωποι που δεν τους γνωρίζω και μου μιλάνε για τις έρευνές μας σαν ένα σημαντικό εργαλείο κατανόησης του επιχειρηματικού τους περιβάλλοντος και τη διαμόρφωση των επιχειρηματικών τους στρατηγικών.

  • Πώς οργανώσατε την ερευνητική στρατηγική του ΙΝΣΕΤΕ πριν ξεκινήσετε να τρέχετε όλες αυτές τις δράσεις;

Μια βασική απόφαση για εμάς ήταν να κρατήσουμε ένα μικρό και ευέλικτο σχήμα. Με τους πόρους που είχαμε, προτιμήσαμε να στήσουμε μια μικρή ερευνητική ομάδα τεσσάρων ανθρώπων (με background στις οικονομικές επιστήμες, τη στατιστική, τα μαθηματικά και τα πληροφοριακά συστήματα) που θα συντόνιζε ad hoc ερευνητικά έργα με εξωτερικούς συνεργάτες, παρά ένα μεγαλύτερο σύνολο που θα έτρεχε μερικά μεγάλα πρότζεκτ και στη συνέχεια θα έπρεπε να διαλυθεί λόγω έλλειψης πόρων. Η δεύτερη βασική μας απόφαση είχε να κάνει με τον ποσοτικό προσανατολισμό των ερευνών μας και την κατά το δυνατόν ελεύθερη διακίνηση της πληροφορίας που παράγουμε.

  • Ποιες είναι οι βασικές σταθερές μελέτες του ΙΝΣΕΤΕ;

Κατ’ αρχάς έχουμε το Μηνιαίο Στατιστικό Δελτίο που εκδίδεται στο τέλος του κάθε μήνα. Σε αυτό ο αναγνώστης μπορεί να βρει στοιχεία αεροπορικών και οδικών αφίξεων, στοιχεία προγραμματισμού πτήσεων, στοιχεία σχετικά με την ζήτηση για και την ποιότητα των παρεχόμενων ξενοδοχειακών υπηρεσιών στην Ελλάδα και σε ανταγωνιστικές χώρες, στοιχεία από την Έρευνα Συνόρων της Τράπεζας της Ελλάδος. Στη συνέχεια, έχουμε τα Στατιστικά Στοιχεία Περιφερειών στα οποία καταγράφονται βασικά τουριστικά μεγέθη των 13 Περιφερειών της Ελλάδας, όπως στοιχεία του προϊόντος (πχ δυναμικό καταλυμάτων, αξιοθέατα κλπ.), στοιχεία της ζήτησης (πχ αφίξεις, διανυκτερεύσεις, έσοδα κλπ.) αλλά και μακροοικονομικά μεγέθη (πχ ΑΕΠ, απασχόληση κλπ.) Μια άλλη μελέτη που ξεκινήσαμε πέρσι και σκοπεύουμε να εμπλουτίσουμε στο μέλλον, είναι για το προφίλ κάποιων αγορών και προϊόντων που ενδιαφέρουν την ελληνική τουριστική αγορά. Η τελευταία προσθήκη στον κατάλογο μας είναι το outlook 2019 στο οποίο περιγράφονται ορισμένα σημαντικά μακροοικονομικά στοιχεία των χωρών από τις οποίες προέρχεται η τουριστική κίνηση τρίτων χωρών προς την Ελλάδα καθώς και οι αεροπορικές συνδέσεις με αυτές. Επίσης, έχουμε μελέτες για την απασχόληση, μια ετήσια μελέτη για τη συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία, την απασχόληση, το εξωτερικό ισοζύγιο πληρωμών κ.ο.κ. Αυτήν την περίοδο επεξεργαζόμαστε μια μελέτη για τις βραχυχρόνιες μισθώσεις, μια έρευνα για τα οικονομικά δεδομένα των ελληνικών ξενοδοχείων και μια συγκριτική έρευνα για τους βασικούς δείκτες του ελληνικού τουρισμού και των ανταγωνιστών. Τέλος, έχουμε τις μελέτες που καταγράφουν ευρύτερες ελληνικές και διεθνείς οικονομικές τάσεις. Όλα αυτά που σας περιέγραψα είναι οι βασικές μελέτες που εκπονούμε σε ετήσια βάση. Κάθε χρόνο, και ανάλογα με τις τρέχουσες ανάγκες, στρεφόμαστε και σε πιο ειδικές περιοχές, όπως, για παράδειγμα, τη σχέση γαστρονομίας και τουρισμού: σύντομα, θα εκδώσουμε μια μελέτη σχετικά με τα υπάρχοντα προϊόντα και τις προοπτικές ανάπτυξης του γαστρονομικού τουρισμού.

Όλες αυτές οι διαφορετικές μελέτες μας βοηθούν να δημιουργήσουμε μια συνολική εικόνα, να κατανοήσουμε τις ευρύτερες δυναμικές που επηρεάζουν και θα επηρεάζουν τον ελληνικό τουρισμό τα επόμενα χρόνια, αλλά και να εντοπίσουμε τις πιο λεπτές πτυχές που μπορούν να του δώσουν νέα ώθηση.

  • Τι καινούργιο έχετε αποκομίσει από τις πιο πρόσφατες μελέτες του ΙΝΣΕΤΕ και ποια είναι τα πιο ενδιαφέροντα συμπεράσματα της έρευνα σας για το brand name της χώρας;

Πρόσφατα κυκλοφορήσαμε μια συγκριτική μελέτη για την «πραγματική» τουριστική δαπάνη στην Ελλάδα και την Ισπανία με βάση στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας και αντίστοιχα στοιχεία για την Ισπανία, η οποία ανέτρεψε την εικόνα των μεγάλων ανισοτήτων ανάμεσα στις δύο χώρες ως προς την κατά κεφαλήν τουριστική δαπάνη. Αν κοίταζε κανείς τα διαθέσιμα στοιχεία πριν την έρευνα μας θα έβλεπε ότι ένας τουρίστας που επισκέπτεται την Ελλάδα ξοδεύει 520 ευρώ περίπου, ενώ το αντίστοιχο ποσό για την Ισπανία ανεβαίνει στα 1085 ευρώ περίπου. Στην πραγματικότητα, όμως, τα δύο μεγέθη δεν είναι συγκρίσιμα αφού η κάθε αρμόδια αρχή στην Ελλάδα και στην Ισπανία μετρά διαφορετικά πράγματα με διαφορετικό τρόπο για να υπολογίσει τη δαπάνη, οπότε κάναμε τις προσαρμογές και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η πραγματική διαφορά είναι περίπου 50 ευρώ. Συνεπώς, το πρόβλημα είναι ότι αυτές οι ασυμφωνίες ως προς τις μεθόδους μέτρησης δίνουν μια στρεβλή εικόνα, αφού συγκρίνονται ανόμοια πράγματα. Άλλη ενδιαφέρουσα έρευνα ήταν αυτή για το brand name της χώρας, πολλά από τα πορίσματα της οποίας μας εξέπληξαν. Για παράδειγμα, η παραλία βρέθηκε στην έβδομη θέση ως προς τη σημασία της για τη συνολική εμπειρία του επισκέπτη και η φιλοξενία από τους κατοίκους της περιοχής στην πρώτη. Ένα άλλο σημαντικό πόρισμα ήταν ότι ενώ η Ελλάδα αξιολογήθηκε με συγκριτικά υψηλότερη βαθμολογία για τις ιδιωτικές υποδομές και υπηρεσίες και την αίσθηση φιλοξενίας και ασφάλειας, έλαβε σημαντικά μικρότερο βαθμό από τον μέσο όρο των ανταγωνιστών όσον αφορά την ποιότητα των υποδομών, αλλά και τις δραστηριότητες για όλη την οικογένεια. Το τελευταίο σημαίνει ότι μετά την επίσκεψη στην παραλία οι γονείς δυσκολεύονται να απασχολήσουν τα παιδιά τους με δημιουργικό τρόπο, σε αντίθεση με την περίπτωση της Ισπανίας που διαθέτει ένα πολύ πιο πλούσιο προϊόν. Σε γενικές γραμμές, η εν λόγω έρευνα μπορεί να βοηθήσει τις ελληνικές επιχειρήσεις, την τοπική αυτοδιοίκηση, αλλά και τους ίδιους τους κατοίκους των τουριστικών προορισμών να σκεφτούν συνολικά τα προβλήματα και τις προκλήσεις που έχουν να αντιμετωπίσουν και να βρουν τις λύσεις που θα αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος.

Διαβάστε ακόμα: